εὐαπάντητος

εὐαπάντητος
-ος,-ον A 0-0-0-0-1=1 2 Mc 14,9
affable, courteous

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευαπάντητος — εὐαπάντητος, ον (ΑΜ) μσν. ευπρόσδεκτος αρχ. 1. ευπροσήγορος, φιλόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απαντητος (< απαντώ), πρβλ. αν απάντητος, δυσ απάντητος] …   Dictionary of Greek

  • εὐαπάντητος — affable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαπάντητον — εὐαπάντητος affable masc/fem acc sg εὐαπάντητος affable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαπάντητα — εὐαπάντητος affable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαπαντησία — εὐαπαντησία, ἡ (Α) [ευαπάντητος] η ευπροσηγορία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”